- ερώμαι
- (AM ἐρῶμαι, -άομαι)βλ. ερῶ (I).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔρωμαι — ἔρομαι ask aor subj mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερώ — (I) (AM ἐρῶ, άω, Α ιων. τ. ἐρέω) μσν. νεοελλ. (συν. το μέσ.) ἐρῶμαι 1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην») 2. (το αρσ. και θηλ. τής μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος ο αγαπητικός, ο εραστής β) η ερωμένη (για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες… … Dictionary of Greek
ερωμένος — η, ο (Μ ἐρωμένος, η, ον(Α) ἐρώμενος, η, ον) βλ. ερώ (I). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερώμενος είναι μτχ. ενεστ. τού αρχ. ερώμαι*, ενώ ο τ. ερωμένος τονίστηκε αναλογικά προς το θηλ. ερωμένη] … Dictionary of Greek
ἀφιέρωμαι — ἀ̱φιέρωμαι , ἀφιερόω hallow perf ind mp 1st sg (doric aeolic) ἀφῑέρωμαι , ἀφιερόω hallow perf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)